Νέα Υόρκη

Του Χρήστου Χωμενίδη

"If I can make it there, I’ll make it anywhere" τραγουδούσε ο Φρανκ Σινάτρα το 1977. Σαρανταεπτά χρόνια μετά, η φράση έχει πάψει εν πολλοίς να ισχύει. Τόσο για τη Νέα Υόρκη όσο και για οποιαδήποτε άλλη πόλη.

Το γήπεδο σήμερα ονομάζεται κυβερνοχώρος. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ανεβοκατεβαίνουν καλλιτέχνες, αποθεώνονται πρόσωπα και δολοφονούνται χαρακτήρες, παθιάζεται η διεθνής κοινή γνώμη για συγκεκριμένα γεγονότα και αδιαφορεί για άλλα, το ζήτημα δεν είναι τόσο τι συμβαίνει στην "κανονική" ζωή όσο πώς το εισπράττουν και το διαχειρίζονται οι ινφλουένσερς και οι απλοί χρήστες. Ζούμε ολοένα και περισσότερο σε μιά εικονική πραγματικότητα. Χρυσοπληρώνουν οι θαυμαστές της Τέιλορ Σουίφτ ένα εισιτήριο για το σόου της, η παρουσία τους ωστόσο στον συναυλιακό χώρο πιστοποιείται και καταξιώνεται μόνον εφόσον ανεβάσουν σέλφι στο διαδίκτυο.

Κουβεντιάζαμε τις προάλλες για τις κινητοποιήσεις στα αμερικάνικα πανεπιστήμια. Ένας φίλος ήταν παρών. Ένας άλλος τις είχε παρακολουθήσει από ειδησεογραφικές σελίδες και πλατφόρμες. Ο αυτόπτης μάρτυρας παραδέχθηκε στο τέλος ότι ο άλλος είχε καλύτερη, σφαιρικότερη πληροφόρηση. Η Apple πουλάει ήδη το καινούργιο της επίτευγμα: κάτι γυαλιά που φορώντας τα μεταφέρεσαι σε έναν τρισδιάστατο κόσμο, πιο αληθοφανή από τον αληθινό. Το σώμα σου κάθεται σε έναν καναπέ στην Κυψέλη κι εσύ έχεις ατόφια σχεδόν την αίσθηση ότι αράζεις σε ένα καφέ στο Σόχο. Ποιος συνεπώς ο λόγος να μπεις στον κόπο και στα έξοδα του ταξιδιού; 

Και όμως. Μπορεί μετά το ξέσπασμα της πανδημίας πάρα πολλά γραφεία στο Μανχάταν να ξενοικιάστηκαν – οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες να συνειδητοποίησαν πως η δουλειά βγαίνει μια χαρά από το σπίτι, μέσω ζουμ. Μπορεί οι άνθρωποι να συναντιούνται πλέον ερωτικά σε εξειδικευμένα σάιτ –άλλα για ετεροφυλόφιλους, άλλα για κάθε κατηγορία λοάτκι- πού να τρέχεις στα μπαρ; να φλερτάρεις με κάποια άγνωστη δια ζώσης; θα σε περάσει για ανώμαλο… Μπορεί ο τζίρος των εστιατορίων να καλύπτεται σε μεγάλο βαθμό από το ντελίβερι… Η Νέα Υόρκη ωστόσο παραμένει Νέα Υόρκη. 

Είχα έρθει πρώτη φορά το 1996. Και τελευταία το 2009. Με θυμάμαι τριαντάρη να ανεβαίνω με τα πόδια την Πέμπτη Λεωφόρο, από το Βίλατζ στο Σέντραλ Παρκ – στα αυτιά μου ακουστικά, στο γουόκμαν, σε κασέττα, οι "Αντικατοπτρισμοί" του Μάνου Χατζιδάκι, που τους είχε συνθέσει κάπου εκεί γύρω. Με θυμάμαι σαραντάρη να ρομαντζάρω στα "strawberry fields”, στη γωνιά του Πάρκου που είναι αφιερωμένη στον Τζον Λένον, στη σκιά της εμβληματικής πολυκατοικίας Ντακότα, όπου κατοικούσε κι όπου δολοφονήθηκε. Να βολτάρω έπειτα στο Άπερ Ίστ Σάιντ των πλουσίων μα και στο Χάρλεμ των φτωχών – οι καιροί είχαν ήδη αλλάξει, πουθενά πλέον στο Μανχάτταν δεν αισθανόσουν κίνδυνο όπως μέχρι τη δεκαετία του 1990, όταν σε κάθε δεύτερη βιτρίνα φώλιαζε κι ένας άστεγος. Η Νέα Υόρκη παρέμενε εντούτοις μια λαϊκή πόλη, σχεδόν για κάθε -εννοώ- βαλάντιο. Στα σούπερ μάρκετ οι τιμές δεν διέφεραν από της Αθήνας. 

Σήμερα, μια μέρα εκεί στοιχίζει όσο δύο τουλάχιστον μέρες στην Ελλάδα. Ένα μπουκαλάκι νερό πουλιέται ενάμιση δολάριο. Η απλή διαδρομή στο μετρό κάνει 3,82. Το βασικό ωρομίσθιο, από την άλλη, ξεπερνάει τα δεκαπέντε δολάρια. Όπερ σημαίνει ότι αν δουλεύεις έστω και σαν ανειδίκευτος εργάτης αγγίζεις τα δυόμισι χιλιάρικα τον μήνα. Το εισόδημά σου προφανώς δεν σου επιτρέπει να μένεις στο Μανχάταν, στο Μπρούκλιν ούτε καν στην Αστόρια, η οποία αναβαθμίζεται με γοργούς ρυθμούς. Έχεις ένα ευρύχωρο σπίτι σε απομακρυσμένο προάστιο, ξοδεύεις κάνα τρίωρο την ημέρα πέρα-δώθε με το τρένο ή με αυτοκίνητο – χαμένος χρόνος; όχι εντελώς – ακούς μουσική είτε πόντκαστ, τα οποία στην Αμερική είναι δημοφιλέστατα. 

Το Μανχάταν πάντως εξακολουθεί να μυρμηγκιάζει. Έξω από τα καταστήματα του Σόχο σχηματίζονται ουρές. Διόλου απίθανο να περιμένεις και μια ώρα για να δοκιμάσεις μπλουζάκια. Στην Τάιμς Σκουέρ, εκεί όπου τα εισιτήρια για τα μιούζικαλ πωλούνται στη μισή τιμή -οι αίθουσες γαρ πρέπει να γεμίζουν-, η αναμονή είναι ακόμα μεγαλύτερη. Παρατηρείς τους καλλιτέχνες του δρόμου που βγάζουν φραγκοδίφραγκα από τους τουρίστες, έναν σιτεμένο Έλβις, μιάν υπέρβαρη Μέριλιν… Η θεατρική διασκευή του "Γκρέιτ Γκάτσμπι" στο Μπρόντγουαιη σε εντυπωσιάζει - αν όχι για την έμπνευση, σίγουρα για την αρτιότητά της. Σε πάει ο επαγγελματισμός μακρύτερα από το ταλέντο; Σου εξασφαλίζει αν μη τι άλλο μία σταθερή πορεία. Όταν τελειώνει ο Μέγας Γκάτσμπι, οι θεατές συνωστίζονται στην πίσω πόρτα του θεάτρου, οι ηθοποιοί εμφανίζονται και δίνουν αυτόγραφα, χαμογελαστοί, εγκάρδιοι, αποτελεί προφανώς μέρος της δουλειάς τους. Πάμε έπειτα στην κλασσική πιτσαρία του "Angelo". Γεύσεις απαράλλακτες επί μισό αιώνα, καρώ τραπεζομάντηλα, ιταλικά κρασιά, ευγενέστατοι -όπως παντού- σερβιτόροι, ψωμίζονται γαρ αποκλειστικά από τα φιλοδωρήματα. Κι έπειτα ποδαρόδρομο έως το ξενοδοχείο, καμιά σαρανταριά τετράγωνα πιο κάτω.

Αυτή ακριβώς είναι η μαγεία της Νέας Υόρκης, που παραμένει αλώβητη σε πείσμα των καιρών. Όχι τα θέατρα. Όχι τα μουσεία. Όχι τα μαγαζιά και οι γκαλερί. Αλλά ο ποδαρόδρομος. Το χάζι. Η αίσθηση που επιβεβαιώνεται κάθε στιγμή πως βρίσκεσαι στην πόλη των πόλεων. Ότι όπου και αν γυρίσεις το κεφάλι σου, θα αντικρύσεις κάτι ενδιαφέρον: έναν διαβάτη με πολύ ιδιαίτερο ντύσιμο, μια βιτρίνα με απροσδόκητη αισθητική, κάποιους εργάτες που βρίζονται ή κάνουν πλάκα ή τραγουδάνε. Αρκεί να έχεις μάτια ανοιχτά, αυτιά τεντωμένα, ρουθούνια ευαίσθητα σε κάθε μυρωδιά, ευχάριστη ή απωθητική. 

Ακόμα κι όταν πηγαίνεις τα ρούχα σου στο πλυντήριο της γειτονιάς και περιμένεις να στεγνώσουν και πιάνεις την κουβέντα με την ογδοντάχρονη Αφροαμερικάνα, η οποία -προς έκπληξίν σου- θα ψηφίσει Τραμπ, διευρύνεται, εμπλουτίζεται ο κόσμος σου. Πιθανόν στη Νέα Υόρκη να δυστυχήσεις. Αποκλείεται να πλήξεις. 

Τα χούγια και τα πάθη των ανθρώπων. Ο συγχρωτισμός μαζί τους, τα πρόσωπα και οι σκιές τους, τα φευγαλέα χαμόγελά τους, ακόμα και οι γκριμάτσες δυσαρέσκειας. Η ζωή εν ολίγοις, στον δρόμο και στην αγορά. Μπροστά της χαρτωσιά δεν πιάνει και η πιο εξελιγμένη και η πιο άρτια εικονική πραγματικότητα.

* Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας

Διαβάστε ακόμα:

Αντί να αποκτήσουμε ανοσία στο κιτς, το συνηθίσαμε

Θερμοπύλες

2024-05-06T21:09:07Z dg43tfdfdgfd